- σαρακοφάγωμα
- το прям. , перен. червоточина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρακοφάγωμα — το, Ν διάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα] … Dictionary of Greek
σαρακοφάγωμα — το, ατος διάβρωση από σαράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)